Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τον γνωρίζω μόνο εκ

  • 1 φήμη

    η
    1) слух, молва;

    κοινή φήμη — людская молва;

    κυκλοφορεί ( — или διαδίδεται) η φήμη ότι... — ходят слухи (идёт слух), что...;

    κατά τίνα φήμην — ло чьйм-л. словам;

    τον γνωρίζω μόνο εκ φήμης — я знаю о нём лишь по слухам;

    2) репутация, слава; известность;

    έχω πολύ κακή φήμη — иметь очень плохою репутацию;

    έχω μεγάλη φήμη — ила χαίρω μεγάλης φήμης — пользоваться широкой известностью

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φήμη

  • 2 όνομα

    τό
    1) имя; фамилия; кличка (животных); ονόματι Νικολαΐδης по фамилии Николайдис; πώς είναι τ' όνομά του; как его зовут?;

    δίνω όνομα — именовать, давать имя;

    με άλλο όνομα — под другим именем; — под другой фамилией; — под псевдонимом;

    κατ' όνομα μόνο τον γνωρίζω — знаю его только по имени;

    2) название (географическое, вещи и т. п.);
    3) имя, известность; репутация, слава;

    αποχτώ ( — или βγάζω) όνομα — приобрести имя, известность; — стать знаменитым;

    γιατρός (κλέφτης, γυναικάς) με τ' όνομα — известный врач (вор, бабник);

    βγάζω όνομα — приобретать (дурную, хорошую) славу;

    αφήνω ( — или καταλείπω) όνομα — оставлять по себе (хорошую, дурную) память;

    4) знаменитость, знаменитый человек;
    μεγάλα ονόματα великие люди, знаменитости (тж. ирон.); 5) именины;

    είμουν στ' όνομα του — я был у него на именинах;

    6) грам, имя;

    όνομα ουσιαστικό (επίθετο) — имя существительное (прилагательное);

    § όνομα καί πρα(γ)μα — не только по названию, но и на деле;

    εν ονόματι а) именем;
    εν ονόματι τού νόμου именем закона; б) во имя;

    εν ονόματι ( — или στο όνομα) της πατρίδας — во имя родины;

    εξ ονόματος а) от имени; б) по имени;
    επ' ονόματι на имя;

    κατ' όνομα — или (ψιλώ) ονόματι — номинально, только по названию;

    ι γιά όνομα τού θεού — ради бога;

    μη, γιά όνομα τού θεού — роди бога, не надо;

    όνομα καί μη χωριό — не будем (лучше) называть имён (ср. лат. nomina sunt odiosa);

    κάλλιο να σού βγεί το μάτι παρά τ' όνομα посл, лучше остаться без глаза, чем без доброго имени

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όνομα

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

  • προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»